μιτηρός

μιτηρός
μιτηρος, -ά, -όν (Α)
υφασμένος, υφαντός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίτος + κατάλ. -ηρός(πρβλ. αιματ-ηρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μιτηραί — μιτηρός woven fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”